- γύρο
- επίρρ.κυκλικά.[ΕΤΥΜΟΛ. < γύρο (τον), αιτιατ. τού ουσ. γύρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γύρος — ο 1. κύκλος, περιφέρεια, περίμετρος: Κάναμε το γύρο του νησιού με ένα καΐκι. 2. κυκλική κίνηση, περιστροφή: Οι δείκτες του ρολογιού συμπλήρωσαν ένα γύρο. 3. ό,τι είναι κυκλικό: Ο γύρος του καπέλου. 4. περίπατος, βόλτα: Έκανα ένα γύρο στην πόλη. 5 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γύρος — Ονομασία δύο οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 360 μ., 18 κάτ.) του νομού Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Νικηφόρου. 2. Οικισμός (46 κάτ.) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αρχαίας Ολυμπίας. * * * ο (Α γῡρος, Μ γύρος) 1 … Dictionary of Greek
Αλγερία — I (Αστρον.).Αστεροειδής που το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι ίσο προς 14,6, ενώ αν βρισκόταν σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τον Ήλιο και από τη Γη θα είχε φαινόμενο μέγεθος 10,5. II Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
αγραντολόγιστος — και αγραντολόιστος, η, ο [γραντολογώ] 1. (κυρίως για τα ιστία πλοίου) αυτό που δεν έχει ραφτεί γύρο γύρο με γραντί (δηλ. σχοινί), ώστε να αντέχει, να μη σκίζεται, να μην ξεφτίζει 2. αυτός που είναι άσχημα ντυμένος, κακοντυμένος, ασουλούπωτος 3.… … Dictionary of Greek
απερικάλυπτος — η, ο (Α ἀπερικάλυπτος, ον) αυτός που δεν έχει περικαλυφθεί, δεν έχει σκεπαστεί γύρο γύρο αρχ. φανερός … Dictionary of Greek
γκινιόλ — 1. ηθοποιός που υποδύεται τον ρόλο τού Γκινιόλ 2. θέατρο στο οποίο εμφανίζεται αυτό το πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. guignol, όνομα μεταξουργού από τη Λυόν, απ όπου και η ονομασία τού κύριου προσώπου τών γαλλικών μαριονετών και συνεκδοχικά και το… … Dictionary of Greek
γυρογυριά — η 1. κυκλοειδές σχήμα 2. (ως επίρρ.) τριγύρω. [ΕΤΥΜΟΛ. < γύρο, γύρο + (κατάλ.) ιά] … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek
στροβοσκόπιο — Όργανο που αποτελείται από έναν δίσκο από χαρτόνι, που έχει στο εξωτερικό άκρο του έναν κάθετο κυλινδρικό γύρο, επίσης από χαρτόνι. Στο εσωτερικό του γύρου αυτού έχουν απεικονιστεί διάφοροι, στη σειρά, στάσεις ενός αντικείμενου που κινείται ή… … Dictionary of Greek